- προφασίζομαι
- προφασίστηκα, προβάλλω κάτι ως πρόφαση, ως δικαιολογία: Προφασίστηκε αδιαθεσία και ζήτησε άδεια να φύγει.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
προφασίζομαι — προφασίζομαι, προφασίστηκα βλ. πίν. 34 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
προφασίζομαι — allege by way pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφασίζομαι — ΝΜΑ [πρόφασις] προβάλλω κάτι ως πρόφαση, ως πρόσχημα, προσχηματίζομαι (α. «προφασίστηκε αδιαθεσία και δεν ήλθε» β. «τὸν μῆνα προυφασίσαντο», Θουκ. γ. «ἀρρωστεῑν προφασίζεται», Δημοσθ.) αρχ. 1. αναφέρω ως κατηγορία εναντίον κάποιου, κατηγορώ… … Dictionary of Greek
προφασίζεσθε — προφασίζομαι allege by way pres imperat mp 2nd pl προφασίζομαι allege by way pres ind mp 2nd pl προφασίζομαι allege by way imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφασιζομένων — προφασίζομαι allege by way pres part mp fem gen pl προφασίζομαι allege by way pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφασιζόμεθα — προφασίζομαι allege by way pres ind mp 1st pl προφασίζομαι allege by way imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφασιζόμενον — προφασίζομαι allege by way pres part mp masc acc sg προφασίζομαι allege by way pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφασισάμενον — προφασίζομαι allege by way aor part mp masc acc sg προφασίζομαι allege by way aor part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφασισόμεθα — προφασίζομαι allege by way aor subj mp 1st pl (epic) προφασίζομαι allege by way fut ind mp 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφασίζου — προφασίζομαι allege by way pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) προφασίζομαι allege by way imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)